- αγκιστροφάγος
- ἀγκιστροφάγος, -ον ο αγκιστροκλέφτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + -φάγος < ἔφαγον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκιστροφάγος — biting the hook masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκιστροκλέφτης — ο 1. κάθε ψάρι που κόβει και καταπίνει το αγκίστρι και, ειδικότερα, κοινή ονομασία ψαριών τού γένους Βλένιος (Blennius fasciatus ή Blennius planicornis). (Οικογένεια: Blenniidae). Άλλες ονομασίες: αγκιστροφάγος, αγκουροτσάκαλος, αγκουροτσάγκαλος… … Dictionary of Greek